λυπικός

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek (Liddell-Scott)

λυπικός: -ή, -όν, = λυπηρὸς Δαμασκ. III, 688Α.

Greek Monolingual

λυπικός, -ή, -όν (Μ) λύπη
θλιβερός, δυσάρεστος, λυπηρός.