διάβορος

From LSJ
Revision as of 18:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek (Liddell-Scott)

διάβορος: -ον, (βιβρώσκω) ὁ διαβιβρώσκων, κατατρώγων, νόσος Σοφ. Τρ. 1084. Φ. 7 (ἴδε καταστάζω Ι. 2). 2) παθητ., διαβρωθείς, καταφαγωθείς, καταναλωθείς, φθαρείς, ὁ αὐτ. Τρ. 676. Ἡ λέξις προπαροξύνεται καὶ ἐπὶ ἐνεργείας καὶ ἐπὶ πάθους.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dévoré ; anéanti.
Étymologie: cf. διαβόρος.