λώδιξ

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek (Liddell-Scott)

λώδιξ: -ῑκος, ἡ, σκέπασμα, Λατ. lodix, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 13· - ὑποκορ. λωδίκιον, τό, «ἱμάτιον ἐκπετάσας, τουτέστι λωδίκιον, εἴτε οὖν παλλίον» Ἐπιφάν. ΙΙ. 188Β.

Greek Monolingual

λῶδιξ, -ικος, ἡ (Α)
κλινοσκέπασμα, κουβέρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από τη λατ. lōdix «κουβέρτα, σκέπασμα», η οποία με τη σειρά της αποτελεί πιθ. κελτικό δάνειο].