χονδροπτισάνη
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A gruel of groats as a drink for sick persons, Paul.Aeg.1.72.
German (Pape)
[Seite 1364] ἡ, Ptisane von Graupen, Graupenschleim, für Kranke, zu trinken, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
χονδροπτῐσάνη: [ᾰ]. ἡ, πτισάνη ἐκ χόνδρων, χρησιμεύουσα ὡς ποτὸν εἰς ἀσθενεῖς, Foës. Oec. Hipp. ἐν λ. χόνδρος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
αφέψημα από χόνδρους, δηλαδή από χονδροαλεσμένο σιτάρι, το οποίο δινόταν σε ασθενείς ως ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + πτισάνη «αφέψημα από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού»].