χονδροπτισάνη

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χονδροπτῐσάνη Medium diacritics: χονδροπτισάνη Low diacritics: χονδροπτισάνη Capitals: ΧΟΝΔΡΟΠΤΙΣΑΝΗ
Transliteration A: chondroptisánē Transliteration B: chondroptisanē Transliteration C: chondroptisani Beta Code: xondroptisa/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, gruel of groats as a drink for sick persons, Paul.Aeg.1.72.

German (Pape)

[Seite 1364] ἡ, Ptisane von Graupen, Graupenschleim, für Kranke, zu trinken, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

χονδροπτῐσάνη: [ᾰ]. ἡ, πτισάνη ἐκ χόνδρων, χρησιμεύουσα ὡς ποτὸν εἰς ἀσθενεῖς, Foës. Oec. Hipp. ἐν λ. χόνδρος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
αφέψημα από χόνδρους, δηλαδή από χονδροαλεσμένο σιτάρι, το οποίο δινόταν σε ασθενείς ως ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + πτισάνη «αφέψημα από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού»].