δυνάστις
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
German (Pape)
[Seite 673] ιδος, ἡ, fem. zu δυνάστης, Demetr. Phal. § 811.
Greek (Liddell-Scott)
δῠνάστις: -ιδος, ἡ θηλ. τοῦ δυνάστης, Δημ. Φαλ. 311.
Spanish (DGE)
-ιδος, ἡ
soberana, reina ἀηδῶς ἀκούουσιν οἱ δυνάσται καὶ δυνάστιδες τὰ αὑτῶν ἁμαρτήματα Demetr.Eloc.292, fig. τύχη [ἡ πάντ] ων δυνά[στις ἀνθρώ] πων Phld.Mort.24 (dud.).