μναδάριον
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
τό, Dim. of μνᾶ, Diph.21.
German (Pape)
[Seite 193] τό, dim. von μνᾶ, Diphil. in B. A. 108, 32.
Greek (Liddell-Scott)
μνᾱδάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μνᾶ, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 2.
Greek Monolingual
μναδάριον, τὸ (Α)
υποκορ. του μνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. μνάδιον / μναΐδιον].