ἐπιπροέηκα
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ἐπιπρο-έμεν,
A v. ἐπιπροΐημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπροέηκα: ἐπιπροέμεν, ἴδε τὸ ῥῆμα ἐπιπροΐημι.
Greek Monotonic
ἐπιπροέηκα: Επικ. αντί -προῆκα, αόρ. αʹ του ἐπιπροΐημι.