κηλὶς
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
Greek (Liddell-Scott)
κηλὶς: ῑ, ῖδος, ἡ, ῥύπος, σπίλος, μολυσμός, Τουρκ. «λεκές», ἰδίως ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 787, Σοφ. Ἠλ. 446, Εὐρ. Ι. Τ. 1200, κτλ.· οὐ ῥᾴδιον ἐκμάξαι τὴν... κηλῑδα ἐκ τοῦ κατόπτρου Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 8· ἐν ἱματίῳ καθαρῷ καὶ αἱ μικραὶ κ. ἔνδηλοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 37· ἱμάτιον κηλίδων μεστὸν Θεοφρ. Χαρ. 19. 2) μεταφ., ἐπὶ ἀνάγνου ἀνθρώπου, τοιάνδ’ ἐγὼ κηλῑδα μηνύσας ἐμὴν Σοφ. Ο. Τ. 1384· ἐπὶ συμφορᾶς, αὐτόθι 833· κακῶν Ο. Κ. 1134· ἐπὶ ἀτιμίας, ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων ὃ δοκεῑ κηλὶς εἶναι τοῑς Λακεδαιμονίοις Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9· ἀτιμία, αἰσχρὰ τιμωρία, θεία κηλὶς προσπίπτει τῷ δράσαντι Ἀντιφῶν 123. 22· κ. εἰς ὑμᾱς ἀναφέρεται αὐτόθι 43, (ἴδε εν λέξ. κελαινός).