σύνταρρος

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ον, (ταρρός, ταρσός)

   A interwoven, entangled, δένδρον σ. a tree with interlacing roots, ib.3.7.2, cf. 10.7.

Greek (Liddell-Scott)

σύνταρρος: -ον, (ταρρός, ταρσὸς) συμπεπλεγμένος, περίπλοκος, σύνταρρα δένδρα, ἔχοντα συμπεπλεγμένας τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 2., 10, 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πλεγμένος, περίπλοκος
2. φρ. «δένδρον σύνταρρον» — δένδρο του οποίου οι ρίζες αυξάνονται συμπλεκόμενες με τις ρίζες άλλων δέντρων (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταρρός, άλλος τ. του ταρσός «πλέγμα, καλαμωτή»].