καταπότιον
From LSJ
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
German (Pape)
[Seite 1372] τό, = Folgdm, eigentlich dim. dazu, Theophr, u. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
καταπότιον: τό, τὸ καταπινόμενον, καταπότι, «χάπι», καὶ τὴν ἀπαλλαγὴν θᾶττον ποιεῖν καταπότιον δοθὲν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 2., 9. 8, 3· δίδοται καὶ κοιλιακοῖς καταπότιον Διοσκ. π. Ὀρειβ. σ. 163, 217, 347κ. Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 7, 5.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπότιον -ου en κατάποτον -ου, τό [καταπίνω] geneesk. drankje.