ἐκσυρίσσω
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσῡρίσσω: Ἀττ. -ττω, διὰ συριγμῶν ἀποδοκιμάζων ἀναγκάζω τινὰ νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, τινὰ Δημ. 449. 19· καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21: ― ἐκπέμπω σφοδρὸν συριγμόν, καί τις δράκων ὑπερμεγέθης... ἀμήχανον ὅσον ἐξεσύρισε Δίων Κ. 51. 17.
French (Bailly abrégé)
réc. c. ἐκσυρίττω.