αὐτόποκος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον,
A made of wool only, all wool, ἱμάτιον Com.Adesp.854.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόποκος: -ον, ὁ ἐξ ἁπλοῦ ἐρίου κατεσκευασμένος, «ἣν συρίαν οἱ πολλοὶ ταύτην αὐτόποκον ἱμάτιον οἱ κωμικοὶ» Πολυδ. Ζ΄, 61. (Κωμ. Ἀνώνυμ. 322).
Spanish (DGE)
-ον de lana sin cardar ἱμάτιον Com.Adesp.854.