πορφυροβάφος

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A dyer of purple, Inscr. Delos 400.7 (ii B.C.), IGRom.4.816 (Hierapolis, πορφυραβ-), Ath.13.604b.

German (Pape)

[Seite 686] ὁ, Purpurfärber; Ath. XIII, 604 b; Poll. 7, 169.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροβάφος: ὁ βάπτων εἰς πορφυροῦν χρῶμα τὰ ὑφάσματα, Ἀθήν. 604Β.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τεχνίτης της βαφής πορφυρών υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. υδρο-βάφος].