Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πορφυροβάφος

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠροβᾰ́φος Medium diacritics: πορφυροβάφος Low diacritics: πορφυροβάφος Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΒΑΦΟΣ
Transliteration A: porphyrobáphos Transliteration B: porphyrobaphos Transliteration C: porfyrovafos Beta Code: porfuroba/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, dyer of purple, Inscr. Delos 400.7 (ii B.C.), IGRom.4.816 (Hierapolis, πορφυραβάφος), Ath.13.604b.

German (Pape)

[Seite 686] ὁ, Purpurfärber; Ath. XIII, 604 b; Poll. 7, 169.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροβάφος: ὁ βάπτων εἰς πορφυροῦν χρῶμα τὰ ὑφάσματα, Ἀθήν. 604Β.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τεχνίτης της βαφής πορφυρών υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. υδροβάφος].