τρῶμα
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
τρωματίζω, τρωματίης, τρωμάτιον, Ion. for τραυμ- (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῶμα: (οὐχὶ τρώυμα), τρωματίζω, τρωματίης, Ἰων. ἀντὶ τραυμ-, ἴδε Δινδ. Διάλ. Ἡρόδ. xxxvii.
French (Bailly abrégé)
ion. c. τραῦμα.