δυσπρέπεια
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ἡ,
A indecency, J.AJ3.7.4.
German (Pape)
[Seite 687] ἡ, Unschicklichkeit, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρέπεια: ἡ, ἀπρέπεια, Ἰωσηπ. Ι. Α. 3. 7, 4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
fealdad, imperfección τῆς τομῆς en una túnica, I.AI 3.161.