νέπετα

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek (Liddell-Scott)

νέπετα: ἡ, nepeta, = καλαμίνθη, Ἰω. Λυδ. 154, 19.

Greek Monolingual

και νεπέτα, η (Α νέπετα και νέπιτα, ἡ, και νέπετος, ὁ)
βοτ. φυτό γνωστό με τη λόγια ονομασία καλαμίνθη, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αντιπροσωπεύει γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών με 250 περίπου είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nepeta «είδος καλαμίνθης»].