νέπετα
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
Greek (Liddell-Scott)
νέπετα: ἡ, nepeta, = καλαμίνθη, Ἰω. Λυδ. 154, 19.
Greek Monolingual
και νεπέτα, η (Α νέπετα και νέπιτα, ἡ, και νέπετος, ὁ)
βοτ. φυτό γνωστό με τη λόγια ονομασία καλαμίνθη, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αντιπροσωπεύει γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών με 250 περίπου είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nepeta «είδος καλαμίνθης»].