ξενόσπορος

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξενόσπορος: -ον, ὁ ἐκ ξένης σπορᾶς ἢ φυλῆς, Γ. Πισίδ. Ἀβαρ. Πόλ. 87.

Greek Monolingual

ξενόσπορος, -ον (Μ)
αυτός που προέρχεται από ξένη σπορά ή φυλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -σπόρος (< σπείρω), πρβλ. θεό-σπορος].