ἐνησυχάζω
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
A = ἡσυχάζω ἐν... to be quiet in, Chio Ep.16.7, Ph.2.140.
German (Pape)
[Seite 841] darin ruhig sein, sich ruhig verhalten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνησυχάζω: μέλλ. -άσω, ἡσυχάζω ἔν τινι, Χίων ἐν Ἐπιστ. 16, Φίλων 2. 140, πρβλ. ἐνηρεμέω.
Spanish (DGE)
estar en calma, estar tranquilo ἐνησυχάσαι καὶ ἐνηρεμῆσαι καὶ μόνῃ τῇ ψυχῇ ὁμιλῆσαι τοὺς νόμους Ph.2.140, cf. Chio 16.7.