ἡ,
A fetter: in pl., Pi.P.2.41, A.Pr.169 (lyr.).
[Seite 508] ἡ, Fußfessel, Fußschlinge, Pind. P. 2, 41; Aesch. Pr. 175.
γυιοπέδη: ἡ, πέδη τῶν γυίων, χειροπέδη καὶ ποδοκάκη, Πίνδ. Π. 2. 41, Αἰσχύλ. Πρ. 168, κατὰ πληθ.
ης (ἡ) :entraves pour les pieds.Étymologie: γυῖον, πέδη.