Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειροπέδη

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροπέδη Medium diacritics: χειροπέδη Low diacritics: χειροπέδη Capitals: ΧΕΙΡΟΠΕΔΗ
Transliteration A: cheiropédē Transliteration B: cheiropedē Transliteration C: cheiropedi Beta Code: xeirope/dh

English (LSJ)

ἡ, handcuff, IG22.1424a274, PCair.Zen.782 (a).13 (iii B.C.), LXX Ps.149(150).8, Si.21.19, al., D.S.20.13, Poll.2.152, etc.

German (Pape)

[Seite 1346] ἡ, Handfessel; D. Sic. 20, 13; Poll. 2, 152.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
menottes.
Étymologie: χείρ, πέδη.

Russian (Dvoretsky)

χειροπέδη:ручные оковы Diod.

Greek (Liddell-Scott)

χειροπέδη: δεσμὸς τῶν χειρῶν, Διόδ. 20. 13, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΜΘ΄, 8, Σειρὰχ ΚΑ΄, 19, κ. ἀλλ.), Πολυδ. Β΄, 152, Εὐστ., κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χειριπέδα Α
συν. στον πληθ. οι χειροπέδες και αἱ χειροπέδαι
συσκευή δέσμευσης τών χεριών χρησιμοποιούμενη στις συλλήψεις και αποτελούμενη από δύο περικάρπιους δακτυλίους, συνδεόμενους με μικρή αλυσίδα (α. «του πέρασαν αμέσως χειροπέδες» β. «τοῦ δῆσαι... τοὺς ἐνδόξους αὐτῶν ἐν χειροπέδαις σιδηραῖς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχοπέδη)].