δίκρεας
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
τό,
A double portion of meat, νώτου SIG1025.53 (Cos); also δίκρεως μερίς ib.1013.5 (Chios); δύο μοίρας δίκρεως BCH37.195 (Chios, iv B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
δίκρεας: -ατος, τό, διπλῆ μερὶς κρέατος, νώτου δίκρεας Dittenb. SIG. 616. 53. 54.
Spanish (DGE)
-εως, τό
doble porción de carne o más prob. porción compuesta de dos tipos de carne νώτου Sokolowski 3.151A.52, 53 (Cos IV a.C.), δύο μοῖραι δίκρεως Sokolowski 2.77.8, cf. 3.119.5 (ambas Quíos IV a.C.).