ὀδυνηφόρος
From LSJ
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
ον,
A causing pain, Corn.ND30, Marc.Sid.89.
German (Pape)
[Seite 295] Schmerz bringend, verursachend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδῠνηφόρος: -ον, ὁ προξενῶν ὀδύνην, Κορνοῦτ. π. Θ. Φ. 30.
Greek Monolingual
ὀδυνηφόρος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει πόνο, οδύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδύνη + -φόρος].