γράφος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό,
A = γράμμα, τὰ γράφεα SIG9 (Olympia, vi B. C.), IG5(2).343 (Orchom. Arc., iv B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
γράφος: -εος, τὸ,= γράμμα, τὰ γράφεα, Ἐπιγραφ. ἀρχ.ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 11.
Spanish (DGE)
-εος, τό
documento, IO 3.5, 7.2, 9.7 (VI a.C.), IG 5(2).343.22 (Orcómeno IV a.C.).