θεμιτουργός

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Greek (Liddell-Scott)

θεμῐτουργός: -όν, ὁ πράττων τὸ δίκαιον, Ἰω. Διακ. ἐν Ἡο. σ. 458 Gaisf.

Greek Monolingual

θεμιτουργός, -όν (Μ)
αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το δίκαιο, επιτηρητής της τηρήσεως του δικαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -ουργός (< έργο), πρβλ. μελισσ-ουργός, υπ-ουργός].