ἀέρωσις
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
ἡ,
A rarefaction, αἵματος Gal.10.742.
Greek (Liddell-Scott)
ἀέρωσις: ἡ, ἡ εἰς τὸν ἀέρα ὕψωσις, Νικήτ. Χρον. 294.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medic. rarefacción, aireación αἵματος Gal.10.742.
2 fís. pérdida de densidad, rarefacción del agua ἐκ σοῦ ... τὰ κοσμικὰ στοιχεῖα ὑφέστηκεν ... τῇ πυκνώσει καὶ ἀερώσει γινόμενα Tz.Ex.95.16L., del aire, Tz.Ex.145.20L.