ἐπιμετρέω
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
A measure out to, οὐκ ἐπιδώσω οὐδ' ἐπιμετρήσω Hes.Op. 397:—Pass., ὁ ἐπιμετρεόμενος σῖτος the corn paid by measure to the Persians, Hdt.3.91. II. add to the measure, give over and above, ἐ. ὀβολὸν τοῖς ναύταις Plu.Lys.4, cf. Alex.42; ἄλλα τοσαῦτα [ἔτη] Luc.DMort.5.1; ἐ. στρατηγίας χρόνον prolong one's magistracy, Plu. Comp.Ages.Pomp.3, etc.; add, in speaking, πολλά Plb.28.17.2, etc.: c. gen. partit., ἐ. σκωμμάτων add some jests, Luc.Nav.19; ἐ. τινί add to it, ib.18, Plb.3.118.6: abs., `add insult to injury', Id.5.15.8; so τὸ ἐπιμετροῦν τῆς ἀπεχθείας Id.12.15.12. III. ἐ. τὸν οὐρανόν measure it, v.l. in Luc.Icar.6. 2. reduce to measure or order, τὸν ἀνθρώπινον βίον Hierocl.mCA20p.462M. IV. intr., ὁ ἐπιμετρῶν λόγος, of superfluous additions, Plb.7.7.7, al.
German (Pape)
[Seite 962] zumessen, zutheilen, Hes. O. 395; – noch dazu messen, hinzufügen, οἱ δ' οὐχ οἷον συνεστάλησαν, ἀλλ' ἐπεμέτρησαν, sondern sie gingen noch weiter, Pol. 5, 15, 8; οὐκ ἐπιμετρῶν τὸν θυμὸν τοῖς πραττομένοις 5, 10, 3; ἐπὶ τοῖς ἐνενήκοντα ἔτεσιν, ἃ βεβίωκεν, ἄλλα τοσαῦτα ἐπιμετρήσας Luc. D. Mort. 5, 1, vgl. Philops. 24, wie Καίσαρι ἄλλην πενταετίαν ἐπιμετρηθῆναι τῆς στρατηγίας Plut. Caes. 31; δισχίλια τάλαντα δωρεὰν ταῖς μισθοφοραῖς Alex. 42; τῇ εὐχῇ, hinzusetzen, Luc. Navig. 18; τὸν οὐρανόν, durchmessen, Icarom. 6. – Intr., λόγος ἐπιμετρῶν, die eine Zugabe ausmacht, Pol. 15, 34, 1; so τὸ ἐπιμετροῦν 12, 15 E.