μηνίς

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

German (Pape)

[Seite 174] ίδος, ἡ, = Folgdm, Sp. Die Glosse des Phot. μηνίς, ὑμένας muß nach Hesych. μηνίσκην, ὑμένα heißen.

Greek (Liddell-Scott)

μηνίς: -ίδος, ἡ, = μηνίσκος, Auson. Prof. 25˙ μηνίσκη, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μηνίς, -ίδος, ἡ (Α)
μηνίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + επίθημα -ιδ-ς (πρβλ. θαμν-ίς, τραχηλ-ίς)].