τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
[Seite 158] ion. = μετόν, partic. praes. zu μέτειμι, Her. 5, 94.
μετεόν: Ἰων. οὐδ. μετοχ. τοῦ μέτειμι, ἀντὶ μετόν, Ἡρόδ. 5. 94.
part. prés. neutre de μέτειμι¹.