German (Pape)
[Seite 158] ion. = μετόν, partic. praes. zu μέτειμι, Her. 5, 94.
French (Bailly abrégé)
part. prés. neutre de μέτειμι¹.
Greek (Liddell-Scott)
μετεόν: Ἰων. οὐδ. μετοχ. τοῦ μέτειμι, ἀντὶ μετόν, Ἡρόδ. 5. 94.
Russian (Dvoretsky)
μετεόν: ион. part. n к μέτειμι I.