ἱκανότης

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκᾰνότης Medium diacritics: ἱκανότης Low diacritics: ικανότης Capitals: ΙΚΑΝΟΤΗΣ
Transliteration A: hikanótēs Transliteration B: hikanotēs Transliteration C: ikanotis Beta Code: i(kano/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A sufficiency, fitness, Id.Ly.215a.    II a sufficiency, παίδων Id.Lg.930c.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκανότης: -ητος, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἱκανός, ἁρμόδιος, πρόσφορος, Πλάτ. Λῦσ. 215Α. ΙΙ. ἐπάρκεια, ἐπαρκὴς ἀριθμός, παίδων δὲ ἱκανότης ἀκριβὴς ἄρρην καὶ θήλεια ἔστω τῷ νόμῳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 930C.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
suffisance :
1 quantité ou longueur suffisante;
2 aptitude, capacité.
Étymologie: ἱκανός.