ἐπιπλήσσω
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
Att. ἐπιπλήττω,
A strike, τόξῳ ἐπιπλήσσων Il.10.500; ὑπέροισιν Nic.Th.952. II. punish, chastise, esp. with words, rebuke. reprove, c.acc.pers., καί μ' οὔ τινά φημι ἄλλον ἐπιπλήξειν Il.23.580, cf. Pl.Prt.327a: c. dat., Ἕκτορ, ἀεὶ μέν πώς μοι ἐπιπλήσσεις Il.12.211, cf. Isoc.1.31; ἐμαυτῷ Pl.Lg.805b, cf. 1 Ep.Ti.5.1, etc.; ἐπί τινι for a thing, Pl.Plt.286b:—Pass., to be rebuked, Id.Grg.478e. 2. ἐ. τινί τι cast a thing in one's teeth, Hdt.3.142, 7.136; τὴν . . αὐθαδίαν . . μὴ 'πίπλησσέ μοι A.Pr.80; ἐ. τινὶ τοῦτο, ὅτι . . Pl.Prt.319d: c. acc. rei only, τί τόδ' ἐπέπληξας; S.OC1730 (lyr.): abs., Id.Aj.288, X.Oec.13.12, etc. III. intr., fall upon, ἀρούραις Arat.1095.
German (Pape)
[Seite 970] att. -πλήττω, darauflos-, zuschlagen, τόξῳ ἐπιπλήσσων Il. 10, 500, wie λαϊνέοισιν ὑπέροισιν Nic. Th. 952; – mit Worten, d. i. schelten, tadeln, καί μ' οὔτινά φημι ἄλλον ἐπιπλήξειν Δαναῶν Il. 23, 580, wie Plat. Prot. 327 a; von Sp. Luc. Hermot. 20; c. dat., Iliad. αἰεὶ μέν πώς μοι ἐπιπλήσσεις 12, 211, wie τοῖς γιγνομένοις, das Geschehene tadeln, Plat. Legg. VIII, 567 b, vgl. ἐπὶ τούτοις πᾶσιν ἐπεπλήξαμεν ἡμῖν αὐτοῖς Polit. 286 b; τινί τι, wie τὴν αὐθαδίαν μὴ 'πίπλησσέ μοι Aesch. Prom. 80, Einem Etwas vorwerfen; absol., Soph. Ai. 281; τί τόδ' ἐπέπληξας O. C. 1727; τὰ τῷ πέλας ἐπιπλήσσω, αὐτὸς οὐ ποιήσω Her. 3, 142; τούτοις οὐδεὶς τοῦτο ἐπιπλήττει ὅτι Plat. Prot. 319 d; pass., νουθετούμενος καὶ ἐπιπληττόμενος Gorg. 478 e; Sp. Intr., darauffallen, ὄρνιθες ἀρούραις Arat. 1095.