μελαμψίθιος

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

[ῐθ] (sc. οἶνος), ὁ,

   A wine made from black ψίθιος, Dsc.5.6, Orib.Fr.64.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμψίθιος: ὁ, μέλας ψίθιος οἶνος, ὁ μὲν μέλας, καλούμενος δὲ μελαμψίθιος, παχύς ἐστι καὶ πολύτροφος Διοσκ. 5, 9.

Greek Monolingual

μελαμψίθιος, ὁ (Α)
φρ. «μελαμψίθιος οἶνος» — μαύρος οίνος παρασκευασμένος από ένα είδος αμπέλου, την ψιθία άμπελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ψίθιος «είδος οίνου»].