μεσημβριάς
From LSJ
English (LSJ)
άδος, pecul. fem. of μεσημβρινός, Nonn.D.48.590.
Greek (Liddell-Scott)
μεσημβριάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ μεσημβρινός, Νόνν. Δ. 48, 590.
Greek Monolingual
μεσημβριάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. μεσημβρινός.
Full diacritics: μεσημβριάς | Medium diacritics: μεσημβριάς | Low diacritics: μεσημβριάς | Capitals: ΜΕΣΗΜΒΡΙΑΣ |
Transliteration A: mesēmbriás | Transliteration B: mesēmbrias | Transliteration C: mesimvrias | Beta Code: meshmbria/s |
άδος, pecul. fem. of μεσημβρινός, Nonn.D.48.590.
μεσημβριάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ μεσημβρινός, Νόνν. Δ. 48, 590.
μεσημβριάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. μεσημβρινός.