μεσημβριάς

From LSJ
Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσημβριάς Medium diacritics: μεσημβριάς Low diacritics: μεσημβριάς Capitals: ΜΕΣΗΜΒΡΙΑΣ
Transliteration A: mesēmbriás Transliteration B: mesēmbrias Transliteration C: mesimvrias Beta Code: meshmbria/s

English (LSJ)

άδος, pecul. fem. of μεσημβρινός, Nonn.D.48.590.

Greek (Liddell-Scott)

μεσημβριάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ μεσημβρινός, Νόνν. Δ. 48, 590.

Greek Monolingual

μεσημβριάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. μεσημβρινός.