μεσημβριάς

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσημβριάς Medium diacritics: μεσημβριάς Low diacritics: μεσημβριάς Capitals: ΜΕΣΗΜΒΡΙΑΣ
Transliteration A: mesēmbriás Transliteration B: mesēmbrias Transliteration C: mesimvrias Beta Code: meshmbria/s

English (LSJ)

μεσημβριάδος, pecul. fem. of μεσημβρινός, Nonn. D. 48.590.

Greek (Liddell-Scott)

μεσημβριάς: -άδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ μεσημβρινός, Νόνν. Δ. 48, 590.

Greek Monolingual

μεσημβριάς, -άδος, ἡ (Α)
βλ. μεσημβρινός.