τριχουνιαῖος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχουνιαῖος Medium diacritics: τριχουνιαῖος Low diacritics: τριχουνιαίος Capitals: ΤΡΙΧΟΥΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: trichouniaîos Transliteration B: trichouniaios Transliteration C: trichouniaios Beta Code: trixouniai=os

English (LSJ)

α, ον, = sq.,

   A χύτρα Dsc.2.76.12.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχουνιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., εἰς χύτραν κεραμέαν τριχουνιαίαν καινὴν κάθες αὐτὰ καὶ τὸ στέαρ Διοσκ. 2. 91, ἀμφίβολ.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
τρίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχοον / -ουν + κατάλ. -ιαῖος].