κρυψίνοια

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

German (Pape)

[Seite 1517] ἡ, Hinterlist, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κρυψίνοια: ἡ, τὸ κρύπτειν τὰ διανοήματα, ἡ ἰδιότης τοῦ κρυψίνου, Εὐστ. Πονημ. 93. 57.

Greek Monolingual

η (Μ κρυψίνοια) κρυψίνους
το να αποκρύπτει κάποιος τις σκέψεις ή τις πραγματικές του προθέσεις
νεοελλ.
συνεκδ. υποκρισία, προσποίηση.