φοιβολάλος
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
Greek (Liddell-Scott)
φοιβολάλος: μάντις, ἡ, φοιβολάλος τρίπους, προφητικός, Ψευδοκαλλισθ. Α΄, σ. 45.
Greek Monolingual
-ον, Μ
φοιβηλάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος)].