μεταιβολία
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἡ,
A change of mind, prob. in Simon.37.17.
Greek (Liddell-Scott)
μεταιβολία: ἡ, μεταβολὴ φρονήματος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Σιμων. 7. 18, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι μεταβουλία, ματαιβουλία.