καδδραθέτην
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
German (Pape)
[Seite 1279] = κατεδραθέτην, Od. 15, 494.
Greek (Liddell-Scott)
καδδραθέτην: ἴδε τὸ ῥῆμα καταδαρθάνω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ duel ao. Pass. (avec sync. et assimil. p. κατεδραθέτην) de καταδαρθάνω.