εὐσωματώδης
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
ες, = sq., Arist.Pr.869b14 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσωμᾰτώδης: -ες, = τῷ ἑπομ., Ἀριστ. Προβλ. 2. 31.
Greek Monolingual
εὐσωματώδης, -ες (Α)
εύσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σωματ-ώδης (< σώμα)].