σφαγῖτις
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (
A σφαγή 11) of the throat, φλέβες σφαγίτιδες Arist.HA514a4, Gal.2.801, 14.718: sg., Id.2.798, Orib.45.17.6.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰγῖτις: -ιδος, ἡ, (σφαγὴ ΙΙ) ἡ εἰς τὸν λαιμὸν ἀνήκουσα, Λατ. jugularis, φλὲψ σφαγῖτις Πόλυβος ἐν Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 3.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰγῖτις: ῐδος adj. f горловая, шейная: φλὲψ σ. Arst. яремная вена.