ἀμετάσχετος
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάσχετος: -ον, οὗ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μετάσχῃ τις, Σχόλ. εἰς Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχου σ. 11.
Spanish (DGE)
glos. a ἀσχαδές Hsch.