Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
[Seite 863] Fleisch tragend, mit Fleisch bekleidet, K. S.
σαρκοφόρος: -ον, περιβεβλημένος σάρκα, Κλήμ. Ἀλ. 665, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 222.
-ον, Α
αυτός που είναι περιβεβλημένος με σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιο-φόρος.