σαρκοφόρος

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

German (Pape)

[Seite 863] Fleisch tragend, mit Fleisch bekleidet, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφόρος: -ον, περιβεβλημένος σάρκα, Κλήμ. Ἀλ. 665, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 222.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι περιβεβλημένος με σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιο-φόρος.