βρόχιος

From LSJ
Revision as of 11:57, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_9)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

German (Pape)

[Seite 465] μόρος, Tod durch den Strick, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

βρόχιος: -ον, ὁ διὰ βρόχου γινόμενος, β. μόρος, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Νόνν. (Ἰω. σ. 103, 5).

Spanish (DGE)

-ον β. μόρος muerte por ahorcamiento Nonn.Par.Eu.Io.8.22.