οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
αἰνόθρυπτος: -ον, = ὁ δεινῶς ἐκνενευρισμένος, τρυφηλός, ὀκνηρός, Θέοκρ. 15. 27.
ος, ον :terriblement mou, efféminé.Étymologie: αἰνός, θρύπτω.