ὀνθύλευσις
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ,
A the use of forced meat, Men.462.7 (pl.).
German (Pape)
[Seite 347] ἡ, wie μονθύλευσις, eine gewisse Zubereitung mancher Speisen in der Küche, das Füllen, Farciren, Mein. Men. p. 160.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνθύλευσις: ἡ, ἡ παρασκευὴ ἐδέσματος παραγεμιστοῦ, Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνθύλευσις: εως (θῠ) ἡ кулин. фарш(ировка), мясная начинка Men.