ἐπιτάκτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ,
A commander, Gp.17.2.4 : used to transl. Lat. Imperiosus, the surname of Manlius Torquatus, Plu. 2.308e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάκτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπιτάσσων, Γεωπ. 17. 2, 4· ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Λατ. Imperiosus, ὅπερ ἦν ἐπώνυμον τοῦ Μανλίου ἢ Μαλλίου Τορκουάτου, Πλούτ. 2. 308Ε.