ἀδιαρροίη
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαρροίη: ἡ ἔμφραξις, «ἡ τῶν διαρρεόντων παντελὴς ἐποχή», δηλ. ἐπίσχεσις, Ἐρωτιαν. σ. 70, ἔκδ. Franzius.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ estreñimiento Erot.19.21.
ἀδιαρροίη: ἡ ἔμφραξις, «ἡ τῶν διαρρεόντων παντελὴς ἐποχή», δηλ. ἐπίσχεσις, Ἐρωτιαν. σ. 70, ἔκδ. Franzius.
-ης, ἡ estreñimiento Erot.19.21.